ΓΕΝΕΣΙΣ
Εισαγωγή
Το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης φέρει, σύμφωνα με την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο'), τον τίτλο “Γένεσις" (= απαρχή, δημιουργία), ενώ στην Εβραϊκή Βίβλο, κατά αρχαία συνήθεια των λαών της περιοχής, τιτλοφορείται, όπως και τα υπόλοιπα βιβλία της Πεντατεύχου, από τις πρώτες λέξεις του κειμένου του: "Μπερεσίθ" (= Στην αρχή).
Το βιβλίο διαιρείται σε δύο μέρη (κεφ. 1-11 και 12-50), που το καθένα του έχει ως κύριο θέμα του μια δημιουργία: τη δημιουργία του κόσμου και τη δημιουργία του λαού του Ισραήλ. Κόσμος και Ισραήλ οφείλουν την ύπαρξή τους στο Θεό, είναι έργα του ίδιου Δημιουργού.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στην περίοδο της προϊστορίας της ανθρωπότητας, όχι για να προσφέρει ιστορικές πληροφορίες σχετικά με την περίοδο αυτή, αλλά για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους ο Θεός, μετά τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, επεμβαίνει για δεύτερη φορά στην ιστορία δημιουργώντας ένα λαό. Ο κόσμος προήλθε από τα χέρια του Δημιουργού τέλειος και η διαχείρισή του παραχωρήθηκε στον άνθρωπο. Οι πρώτες όμως επιλογές που κάνει ο άνθρωπος ως ελεύθερο ον τον οδηγούν σε διάσπαση της σχέσης του με το Θεό, με αποτέλεσμα να αρχίσει μια πτωτική πορεία από την αρχική του κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από την αλυσιδωτή διάσπαση των σχέσεων σε όλα τα επίπεδα: διάσπαση της σχέσης άντρα-γυναίκας, με εξουσιαστική επιβολή του πρώτου στη δεύτερη (Αδάμ-Εύα), διάσπαση της σχέσης μεταξύ των αδερφών, που φτάνει μέχρι την αδελφοκτονία (Κάιν-Άβελ), δολοφονίες (Λάμεχ), ανατροπή της φυσικής τάξης του κόσμου (Γιοι του Θεού, Κατακλυσμός) διάσπαση της σχέσης πατέρα-γιου (Νώε-Χαμ) και, τέλος, πλήρης διάσπαση της ανθρώπινης κοινωνίας (Πύργος της Βαβέλ).
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στην ιστορία των πατριαρχών του Ισραήλ. Με την εκλογή του Αβραάμ, ο οποίος επιδεικνύει απόλυτη πίστη και υπακοή στο θείο θέλημα, ο Θεός κάνει μια νέα αρχή. Από τον άνθρωπο αυτόν θα προέλθει ένας λαός, ο οποίος θα καταστεί φορέας της θείας ευλογίας προς όλους τους λαούς της γης, με σκοπό την τελική πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων θεού και ανθρώπου. Σημείο της επέμβασης του Θεού για τη δημιουργία του λαού αυτού αποτελεί το γεγονός ότι ο Αβραάμ και η γυναίκα του Σάρρα αποκτούν, σε βαθιά γεράματα και αντίθετα προς κάθε φυσικό κανόνα, το μοναχογιό τους Ισαάκ. Αλλά και η συνέχεια της ιστορίας δείχνει καθαρά τη συνεχή επέμβαση και φροντίδα του Θεού προς υπέρβαση των αρνητικών για την πραγματοποίηση των σχεδίων του καταστάσεων: Ο Ισαάκ οδηγείται στο θυσιαστήριο αλλά σώζεται, ο Ιακώβ αυτοεξορίζεται στη Χαρράν αλλά επιστρέφει,ο Ιωσήφ πωλείται ως δούλος στην Αίγυπτο, αλλά ανέρχεται σε ανώτατο αξίωμα και σώζει τα αδέρφια και τον πατέρα του.
Παρ’ όλο που το βιβλίο αφηγείται ιστορίες ανθρώπων, πραγματικός πρωταγωνιστής από την αρχή μέχρι το τέλος του είναι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος δημιουργεί τον κόσμο και επεμβαίνει δημιουργικά στην ιστορία του.
Διάγραμμα του περιεχομένου
1. Η προϊστορία της ανθρωπότητας: 1-11
1.1- 2,25: Η δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου
3.1 -24: Η εμφάνιση του κακού
4.1 -6,4: Η περίοδος από τον Αδάμ μέχρι τον Νώε
6,5-10,32: 0 κατακλυσμός και η νέα αύξηση της ανθρωπότητας
11.1- 9: 0 πύργος της Βαβέλ
11,10-32: Η περίοδος από τον Σημ μέχρι τον Αβραάμ
2. Η ιστορία των πατριαρχών του Ισραήλ: 12-50
12.1 -25,18: Η ιστορία του Αβραάμ
25,19-35,29: Η ιστορία του Ισαάκ και του Ιακώβ
36.1 -43: Οι απόγονοι του Ησαύ
37.1- 45,28: Η ιστορία του Ιωσήφ και των αδερφών του
46.1- 50,26: Η εγκατάσταση του Ιακώβ και των γιων του στην Αίγυπτο
ΓΕΝΕΣΙΣ 1
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ
(Κεφ. 1–11)
Η δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου
1Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη. 2Η γη όμως ήταν έρημη και ασχημάτιστη· ήταν σκοτάδι πάνω από την άβυσσο, και πάνω στα νερά έπνεε Πνεύμα Θεού.α
3Τότε είπε ο Θεός: «Να γίνει φως»· κι έγινε φως. 4Ο Θεός είδε ότι το φως ήταν καλό και το χώρισε από το σκοτάδι. 5Το φως το ονόμασε «ημέρα» και το σκοτάδι «νύχτα». Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· πρώτη ημέρα.
6Μετά είπε ο Θεός: «Στερέωμα να γίνει στα νερά ανάμεσα, για να χωρίζει νερά από νερά». 7Έτσι κι έγινε· δημιούργησε ο Θεός το στερέωμα και χώρισε τα νερά που ήταν κάτω απ’ αυτό, από κείνα που ήταν πάνω απ’ αυτό. 8Κι ονόμασε ο Θεός το στερέωμα «ουρανό». Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· δεύτερη ημέρα.
9Τότε είπε ο Θεός: «Να συναχθούν σε έναν τόπο τα νερά που είναι κάτω από τον ουρανό, και να φανεί η στεριά». Έτσι κι έγινε. Τα νερά που ήταν κάτω από τον ουρανό συνάχθηκαν στον τόπο τους, και φάνηκε η στεριά β Κι ονόμασε ο Θεός «γη» τη στεριά, και το σύναγμα των υδάτων το είπε «θάλασσες». Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό.
11Μετά είπε ο Θεός: «Να πρασινίσει η γη: Να βλαστήσουν πάνω σ’ αυτήν χορτάρια που να βγάζουν σπόρους, και καρποφόρα δέντρα, που ανάλογα με το είδος τους να κάνουν καρπούς, οι οποίοι να περιέχουν τους σπόρους τους». Έτσι κι έγινε. 12Πρασίνισε η γη: Βλάστησε χορτάρια που έβγαζαν σπόρους ανάλογα με το είδος τους, και καρποφόρα δέντρα, που οι καρποί τους περιείχαν τους σπόρους τους, ανάλογα με το είδος τους. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. 13Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· τρίτη ημέρα.
14Τότε είπε ο Θεός: «Να γίνουν φωτεινά σώματα στο στερέωμα του ουρανού, για να χωρίζουν την ημέρα από τη νύχτα, για να είναι σημάδια για τις εποχές,γ τις ημέρες και τα έτη, 15ώστε από το στερέωμα του ουρανού να φωτίζουν τη γη». Έτσι κι έγινε. 16Δημιούργησε ο Θεός τα δύο μεγάλα φωτεινά σώματα –το μεγαλύτερο για να κυριαρχεί την ημέρα, και το μικρότερο για να κυριαρχεί τη νύχτα· δημιούργησε και τ’ αστέρια. 17Και τα έβαλε όλα στο στερέωμα του ουρανού για να φωτίζουν τη γη, 18για να κυριαρχούν την ημέρα και τη νύχτα και να χωρίζουν το φως απ’ το σκοτάδι. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. 19Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· τέταρτη ημέρα.
20Τότε είπε ο Θεός: «Να γεμίσουν τα νερά με ζωντανές υπάρξεις πλήθος, και να πετάνε πτηνά πάνω από τη γη προς το στερέωμα του ουρανού». 21Έτσι δημιούργησε ο Θεός τα μεγάλα κήτη και όλα τα είδη των ζωντανών οργανισμών, που κολυμπούν και γεμίζουν τα νερά. Επίσης δημιούργησε όλα τα είδη των πτηνών. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. 22Τα ευλόγησε λοιπόν όλα ο Θεός και τους είπε: «Να πολλαπλασιάζεστε και να γεμίσετε τα νερά των θαλασσών· και τα πτηνά ας πληθαίνουν πάνω στη γη». 23Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· πέμπτη ημέρα.
24Τότε είπε ο Θεός: «Να βγάλει η γη κάθε είδος ζωντανού οργανισμού: Όλα τα είδη των ζώων, των ερπετών και των θηρίων». Έτσι κι έγινε. 25Δημιούργησε ο Θεός όλα τα είδη των αγρίων ζώων, των ήμερων ζώων και των ερπετών της γης. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό.
26Μετά είπε ο Θεός: «Ας φτιάξουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας και την ομοίωση, κι ας εξουσιάζει στης θάλασσας τα ψάρια, στου ουρανού τα πτηνά, στα ζώα και γενικά σ’ όλη τη γη και στα ερπετά που σέρνονται πάνω σ’ αυτήν». 27Δημιούργησε, λοιπόν, ο Θεός τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική του την εικόνα, «κατ’ εικόνα Θεού» τον δημιούργησε, τους δημιούργησε άντρα και γυναίκα. 28Τους ευλόγησε και τους είπε: «Να κάνετε πολλά παιδιά, ώστε να πολλαπλασιαστείτε, να γεμίσετε τη γη και να κυριαρχήσετε σ’ αυτήν. Να εξουσιάσετε στης θάλασσας τα ψάρια, στου ουρανού τα πτηνά και σε κάθε ζώο που κινείται πάνω στη γη». 29Και συνέχισε ο Θεός: «Να, όλα τα φυτά πάνω στη γη, που βγάζουν σπόρους, σάς τα δίνω, καθώς και όλα τα δέντρα που έχουν καρπούς γεμάτους σπόρους· αυτά θα είναι για τροφή σας. 30Και όλα τα χλωρά χόρτα τα δίνω για τροφή στα ζώα της γης, σε όσα πετούν στον ουρανό και σε όσα έρπουν στη γη κι έχουν ζωή». Έτσι κι έγινε.
31Ο Θεός είδε τα δημιουργήματά του και ήταν όλα πάρα πολύ καλά. Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· έκτη ημέρα.
ΓΕΝΕΣΙΣ 2
1Έτσι ολοκληρώθηκαν ο ουρανός και η γη και ό,τι υπάρχει σ’ αυτά. 2Μέχρι την έκτη μέρα ο Θεός είχε τελειώσει το έργο του και την έβδομη μέρα σταμάτησε να δημιουργεί. 3Την έβδομη ημέρα την ευλόγησε και την καθαγίασε, γιατί αυτή την ημέρα ολοκλήρωσε τη δημιουργία του και αναπαύθηκε. 4Έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκαν σταδιακά ο ουρανός και η γη.δ
Ο Θεός βάζει τον άνθρωπο στον κήπο της Εδέμ
Την ημέρα που ο Κύριος ο Θεός δημιούργησε τη γη και τον ουρανό, 5δεν υπήρχαν θάμνοι στη γη ούτε είχαν φυτρώσει χόρτα, γιατί ο Κύριος ο Θεός δεν είχε ακόμη βρέξει πάνω στη γη και δεν υπήρχε άνθρωπος για να καλλιεργήσει το έδαφος. 6Από τη γη όμως ανέβλυζε νερό και πότιζε όλη την επιφάνεια του εδάφους. 7Τότε ο Κύριος ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από το χώμα της γης και φύσηξε μέσα στα ρουθούνια του πνοή ζωής. Έτσι έγινε ο άνθρωπος ζωντανό ον.
8Ύστερα ο Κύριος ο Θεός φύτεψε έναν κήπο στην Εδέμ προς την ανατολή, όπου έβαλε τον άνθρωπο που είχε πλάσει. 9Έκανε να βλαστήσουν από τη γη όλα τα είδη των δέντρων. Ήταν ωραία στην εμφάνιση και οι καρποί τους ήταν εύγευστοι. Στη μέση του κήπου ήταν το δέντρο της ζωής· εκεί ήταν και το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού.
10Από την Εδέμ πήγαζε ένα ποτάμι και πότιζε τον κήπο, κι από ’κει διαχωριζόταν σε τέσσερις παραποτάμους. 11Το όνομα του ενός είναι Φισών και περικυκλώνει όλη τη χώρα Ευειλά, όπου υπάρχει το χρυσάφι. 12Το χρυσάφι εκείνης της χώρας είναι καθαρό· εκεί υπάρχει και το βδέλλιο και ο λίθος όνυχας. 13Το όνομα του δεύτερου ποταμού είναι Γιχών και περικυκλώνει όλη τη χώρα Χους. 14Το όνομα του τρίτου ποταμού είναι Τίγρης. Αυτός ρέει ανατολικά της Ασσυρίας. Κι ο τέταρτος ποταμός είναι ο Ευφράτης.
15Πήρε, λοιπόν, ο Κύριος ο Θεός τον άνθρωπο και τον έβαλε μέσα στον κήπο της Εδέμ για να τον καλλιεργεί και να τον προσέχει. 16Του έδωσε αυτήν την εντολή: «Απ’ όλα τα δέντρα του κήπου μπορείς να τρως. 17Από το δέντρο όμως της γνώσης του καλού και του κακού να μη φας· γιατί την ίδια μέρα που θα φας απ’ αυτό, εξάπαντος θα πεθάνεις».ε
18Ο Κύριος ο Θεός είπε: «Δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος. Θα του φτιάξω έναν σύντροφο όμοιον μ’ αυτόν».
19Ο Κύριος έπλασε από το έδαφος όλα τα ζώα του αγρού και τα πτηνά του ουρανού και τα έφερε μπροστά στον άνθρωπο, για να δει πώς θα τα ονομάσει. Και ό,τι όνομα έδινε ο άνθρωπος σε κάθε ζωντανή ύπαρξη, αυτό ήταν και το όνομά της. 20Έδωσε ονόματα σε όλα τα ζώα, στα πτηνά του ουρανού και στα άγρια θηρία. Για τον άνθρωπο όμως δεν βρέθηκε σύντροφος όμοιός του. 21Τότε ο Κύριος ο Θεός τον έριξε σε βαθύ ύπνο κι αποκοιμήθηκε· πήρε μία από τις πλευρές του και τη θέση της τη συμπλήρωσε με σάρκα. 22Μετά, από την πλευρά που πήρε από τον Αδάμ, σχημάτισε μια γυναίκα και την οδήγησε σ’ αυτόν. 23Τότε ο Αδάμ είπε:
«Αυτό επιτέλους είναι κόκαλο
από τα κόκαλά μου
και σάρκα από τη σάρκα μου.
“Γυναίκα”ς αυτή θα λέγεται,
γιατί απ’ τον άντρα πάρθηκε».
24Γι’ αυτόν το λόγο θα εγκαταλείπει ο άντρας τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα ενώνεται με τη γυναίκα του· θα γίνονται ένας άνθρωπος.
25Ο Αδάμ και η γυναίκα του ήταν και οι δύο γυμνοί και δεν ντρέπονταν.
ΓΕΝΕΣΙΣ 3
Η πτώση του ανθρώπου
1Απ’ όλα τα ζώα του αγρού, που είχε δημιουργήσει ο Κύριος ο Θεός, το φίδι ήταν το πιο πανούργο. Είπε λοιπόν το φίδι στη γυναίκα: «Αλήθεια είπε ο Θεός να μη φάτε απο κανένα δέντρο του κήπου;» 2Η γυναίκα τού απάντησε: «Μπορούμε να φάμε καρπούς απ’ όλα τα δέντρα, 3εκτός από κείνο που βρίσκεται στη μέση του κήπου. Ο Θεός είπε να μη φάμε τον καρπό του, ούτε καν να τον αγγίξουμε, για να μην πεθάνουμε». 4Τότε το φίδι είπε στη γυναίκα: «Όχι βέβαια! Δε θα πεθάνετε· 5ξέρει όμως ο Θεός ότι την ημέρα που θα φάτε απ’ αυτό, θα ανοιχτούν τα μάτια σας και θα γίνετε σαν θεοί, και θα γνωρίζετε το καλό και το κακό».
6Η γυναίκα είδε ότι οι καρποί του δέντρου ήταν εύγευστοι, ελκυστικοί και ξεσήκωναν την επιθυμία για την απόκτηση γνώσης. Πήρε, λοιπόν, από τους καρπούς του κι έφαγε· έδωσε και στον άντρα της που ήταν μαζί της, και έφαγε κι αυτός. 7Τότε άνοιξαν τα μάτια και των δύο και κατάλαβαν ότι ήταν γυμνοί. Έραψαν, λοιπόν, φύλλα συκιάς και έφτιαξαν καλύμματα για να σκεπάσουν τη γύμνια τους.
8Τότε άκουσαν το θόρυβο που έκανε ο Κύριος ο Θεός, καθώς περπατούσε στον κήπο το δειλινό, και κρύφτηκαν απ’ αυτόν ο Αδάμ και η γυναίκα του ανάμεσα στα δέντρα του κήπου. 9Αλλά ο Κύριος ο Θεός φώναξε τον Αδάμ και του είπε: «Πού είσαι;»
10Εκείνος απάντησε: «Σε άκουσα στον κήπο, φοβήθηκα και κρύφτηκα, γιατί είμαι γυμνός».
11«Ποιος σου είπε πως είσαι γυμνός;» ρώτησε ο Θεός. «Μήπως έφαγες από το δέντρο που σου είχα απαγορέψει να φας;»
12Ο Αδάμ αποκρίθηκε: «Η γυναίκα που μου έδωσες, εκείνη μου πρόσφερε έναν καρπό και έφαγα».
13Ο Κύριος ο Θεός ρώτησε τη γυναίκα: «Γιατί το έκανες αυτό;» Εκείνη απάντησε: «Το φίδι με εξαπάτησε και έφαγα».
14Τότε είπε ο Κύριος ο Θεός στο φίδι: «Γι’ αυτό που έκανες, καταραμένο να ’σαι μόνο εσύ απ’ όλα τα ζώα της γης! Με την κοιλιά θα σέρνεσαι, και χώμα θα τρως σ’ όλη σου τη ζωή. 15Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ’ εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα ζ της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα».
16Και στη γυναίκα είπε: «Θ’ αυξήσω κατά πολύ τη θλίψη και τους πόνους της κυοφορίας σου, και με πόνους θα γεννάς τα παιδιά σου. Η επιθυμία σου θα στρέφεται προς τον άντρα σου, αλλά αυτός θα σε εξουσιάζει». 17Μετά είπε στον Αδάμ: «Επειδή άκουσες τη γυναίκα σου κι έφαγες από το δέντρο, απ’ το οποίο σε είχα διατάξει να μη φας, καταραμένη θα είναι η γη εξαιτίας σου. Με μόχθο θα την καλλιεργείς σ’ όλη σου τη ζωή. 18Αγκάθια και τριβόλια θα σου βλασταίνει και θα τρως το χορτάρι του αγρού. 19Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, ώσπου να ξαναγυρίσεις στη γη από την οποία προήλθες, γιατί χώμα είσαι, και στο χώμα θα επιστρέψεις».
20Ο Αδάμ ονόμασε τότε τη γυναίκα του «Εύα» η γιατί αυτή έγινε μητέρα όλης της ανθρωπότητας. 21Ο Κύριος ο Θεός έφτιαξε για τον Αδάμ και τη γυναίκα του δερμάτινους χιτώνες και τους έντυσε. 22Και σκέφτηκε: «Τώρα πια ο άνθρωπος έγινε σαν ένας από μας στο να γνωρίζει το καλό και το κακό. Υπάρχει, λοιπόν, κίνδυνος ν’ απλώσει το χέρι του και να φάει από το δέντρο της ζωής και να ζήσει αιώνια». 23Ετσι, ο Κύριος ο Θεός έδιωξε τον άνθρωπο από τον κήπο της Εδέμ, για να καλλιεργεί τη γη απ’ την οποία είχε προέλθει.
24Αφού, λοιπόν, έδιωξε τον άνθρωπο, έβαλε στα ανατολικά του κήπου τα χερουβίμ και το πύρινο περιστρεφόμενο ξίφος, για να φυλάνε το δρόμο που οδηγούσε στο δέντρο της ζωής.
ΓΕΝΕΣΙΣ 4
Ο Κάιν και ο Άβελ
1Ο Αδάμ συνευρέθηκε με την Εύα τη γυναίκα του, κι εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε τον Κάιν θ και είπε: «Απέκτησα άνθρωπο με τη βοήθεια του Κυρίου». 2Έπειτα γέννησε τον αδερφό του τον Άβελ.ι Ο Άβελ έγινε βοσκός προβάτων και ο Κάιν γεωργός.
3Ύστερα από καιρό, ο Κάιν πρόσφερε στον Κύριο θυσία από τους καρπούς της γης. 4Ο Άβελ πρόσφερε κι αυτός από τα πρωτότοκα πρόβατα του κοπαδιού του και μάλιστα τα παχύτερα μέρη τους. Ο Κύριος είδε με ευμένεια τον Άβελ και τη θυσία του. 5Στον Κάιν όμως και στη δική του θυσία δεν έδειξε ευμένεια. Τότε εξοργίστηκε ο Κάιν και σκυθρώπιασε. 6Κι ο Κύριος του είπε: «Γιατί οργίστηκες και σκυθρώπιασες; 7Αν πράξεις το σωστό, θα ξαναβρείς το κέφι σου. Αν όχι, η αμαρτία δεν παύει να παραμονεύει σαν θηρίο στην πόρτα. Εσένα επιθυμεί· εσύ όμως πρέπει να κυριαρχήσεις πάνω της».ια
8Τότε ο Κάιν είπε στον Άβελ, τον αδερφό του: «Πάμε στα χωράφια». Κι εκεί, στα χωράφια, όρμησε ο Κάιν εναντίον του Άβελ και τον σκότωσε.
9Ο Κύριος ρώτησε τον Κάιν: «Πού είναι ο αδερφός σου ο Άβελ;» Εκείνος απάντησε: «Δεν ξέρω. Μήπως φύλακας του αδερφού μου είμαι εγώ;» 10Είπε τότε ο Κύριος: «Τι πήγες κι έκανες; Άκου! Το αίμα του αδερφού σου μου φωνάζει γοερά από τη γη! 11Από ’δω και πέρα θα σε καταριέται η ίδια η γη, που άνοιξε για να δεχτεί το αίμα του αδερφού σου, που εσύ τον σκότωσες. 12Όταν θα την καλλιεργείς, δεν θα σου δίνει πια τους καρπούς της.ιβ Φυγάς θα είσαι και περιπλανώμενος για πάντα πάνω στη γη».
13Τότε ο Κάιν είπε στον Κύριο: «Βαριά είναι η τιμωρία μου! Δεν μπορώ να την αντέξω! 14Σήμερα με διώχνεις από τη χώρα, και πρέπει να χαθώ από μπροστά σου και να γίνω φυγάς, περιπλανώμενος στη γη. Όποιος με βρει θα με σκοτώσει». 15Κι ο Κύριος του αποκρίθηκε: «Δε θα συμβεί αυτό, γιατί οποιοσδήποτε σκοτώσει τον Κάιν, θα αντιμετωπίσει επταπλάσια εκδίκηση». Κι έβαλε σημάδι στον Κάιν, ώστε όποιος θα τον συναντούσε να μην τον σκοτώσει. 16Έτσι ο Κάιν έφυγε από τον τόπο όπου του είχε μιλήσει ο Κύριος ιγ και πήγε να ζήσει στη χώρα Νωδ, ανατολικά της Εδέμ.
Οι απόγονοι του Κάιν
17Ο Κάιν συνευρέθηκε με τη γυναίκα του κι εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε τον Ενώχ. Έπειτα έχτισε μια πόλη και την ονόμασε με το όνομα του γιου του, Ενώχ. 18Από τον Ενώχ γεννήθηκε ο Ιράδ και ο Ιράδ απέκτησε το Μεχουϊαήλ· ο Μεχουϊαήλ απέκτησε το Μαθουσάλα κι ο Μαθουσάλα απέκτησε το Λάμεχ.
19Ο Λάμεχ πήρε δύο γυναίκες. Το όνομα της μιας ήταν Αδά και της άλλης Σιλλά. 20Η Αδά γέννησε τον Ιαβάλ. Αυτός έγινε ο γενάρχης των σκηνιτών και των κτηνοτρόφων. 21Το όνομα του αδερφού του ήταν Ιουβάλ. Αυτός έγινε γενάρχης εκείνων που παίζουν κιθάρα και αυλό. 22Η Σιλλά γέννησε κι αυτή τον Τουβάλ-Κάιν, το γενάρχη εκείνων που επεξεργάζονται το χαλκό και το σίδερο. Αδερφή του Τουβάλ-Κάιν ήταν η Νααμά. 23Τότε είπε ο Λάμεχ στις γυναίκες του, την Αδά και τη Σιλλά:
«Ακούστε με, γυναίκες του Λάμεχ,
στα λόγια μου δώστε προσοχή:
Άνθρωπο σκότωσα γιατί με πλήγωσε,
έναν νέο γιατί με χτύπησε.
24Αν στην περίπτωση του Κάιν
προβλεπόταν επταπλάσια εκδίκηση,
στην περίπτωση του Λάμεχ
προβλέπεται εβδομήντα εφτά φορές μεγαλύτερη».
Ο Σηθ και οι απόγονοί του
25Ο Αδάμ συνευρέθηκε πάλι με τη γυναίκα του κι εκείνη γέννησε γιο. «Ο Θεός μού έδωσε άλλον απόγονο», είπε, «αντί για τον Άβελ, που τον σκότωσε ο Κάιν». Και τον ονόμασε Σηθ.ιδ Ο Σηθ απέκτησε κι εκείνος γιο και τον ονόμασε Ενώς. Τότε ήταν που οι άνθρωποι άρχισαν να προσεύχονται στο Θεό ονομάζοντάς τον «Κύριο».ιε
ΓΕΝΕΣΙΣ 5
Οι απόγονοι του Αδάμ
(Α΄ Χρ 1,1-4)
1Αυτό είναι το βιβλίο των γενεαλογιών του ανθρώπου. Όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, τον δημιούργησε «καθ’ ομοίωση Θεού». 2Τους δημιούργησε άντρα και γυναίκα, τους ευλόγησε και τους ονόμασε «άνθρωπο».ις
3Όταν ο Αδάμ ήταν εκατόν τριάντα ετών, απέκτησε γιο όμοιόν του ιζ και τον ονόμασε Σηθ. 4Μετά τη γέννηση του Σηθ ο Αδάμ έζησε οχτακόσια χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 5Όλη η διάρκεια της ζωής του Αδάμ ήταν εννιακόσια τριάντα χρόνια· έπειτα πέθανε.
6Όταν ο Σηθ ήταν εκατό πέντε ετών, απέκτησε τον Ενώς. 7Μετά τη γέννηση του Ενώς ο Σηθ έζησε οχτακόσια εφτά χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 8Ο Σηθ έζησε συνολικά εννιακόσια δώδεκα χρόνια· έπειτα πέθανε.
9Όταν ο Ενώς ήταν ενενήντα ετών, απέκτησε τον Καινάν. 10Μετά τη γέννηση του Καινάν ο Ενώς έζησε οχτακόσια δεκαπέντε χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 11Ο Ενώς έζησε συνολικά εννιακόσια πέντε χρόνια· έπειτα πέθανε.
12Όταν ο Καινάν ήταν εβδομήντα ετών, απέκτησε το Μααλαλεήλ. 13Μετά τη γέννηση του Μααλαλεήλ ο Καινάν έζησε οχτακόσια σαράντα χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 14Ο Καινάν έζησε συνολικά εννιακόσια δέκα χρόνια· έπειτα πέθανε.
15Όταν ο Μααλαλεήλ ήταν εξήντα πέντε ετών, απέκτησε τον Ιάρεδ. 16Μετά τη γέννηση του Ιάρεδ ο Μααλαλεήλ έζησε οχτακόσια τριάντα χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 17Ο Μααλαλεήλ έζησε συνολικά οχτακόσια ενενήντα πέντε χρόνια· έπειτα πέθανε.
18Όταν ο Ιάρεδ ήταν εκατόν εξήντα δύο ετών, απέκτησε τον Ενώχ. 19Μετά τη γέννηση του Ενώχ ο Ιάρεδ έζησε οχτακόσια χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 20Ο Ιάρεδ έζησε συνολικά εννιακόσια εξήντα δύο χρόνια· έπειτα πέθανε.
21Όταν ο Ενώχ ήταν εξήντα πέντε ετών, απέκτησε το Μαθουσάλα. 22Ο Ενώχ ζούσε θεάρεστα. Μετά τη γέννηση του Μαθουσάλα έζησε τριακόσια χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 23Ο Ενώχ έζησε συνολικά τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια. 24Έζησε θεάρεστα και εξαφανίστηκε, γιατί τον παρέλαβε ο Θεός.
25Όταν ο Μαθουσάλα ήταν εκατόν ογδόντα εφτά ετών, απέκτησε το Λάμεχ. 26Μετά τη γέννηση του Λάμεχ ο Μαθουσάλα έζησε εφτακόσια ογδόντα δύο χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 27Ο Μαθουσάλα έζησε συνολικά εννιακόσια εξήντα εννέα χρόνια· έπειτα πέθανε.
28Όταν ο Λάμεχ ήταν εκατόν ογδόντα δύο ετών, απέκτησε γιο. 29«Αυτός θα μας ανακουφίσει από τα έργα μας», είπε, «από τον κόπο της χειρωνακτικής δουλειάς κι από τη γη, που την καταράστηκε ο Κύριος». Και τον ονόμασε Νώε.ιη 30Μετά τη γέννηση του Νώε ο Λάμεχ έζησε πεντακόσια ενενήντα πέντε χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 31Ο Λάμεχ έζησε συνολικά εφτακόσια εβδομήντα εφτά χρόνια· έπειτα πέθανε.
32Όταν ο Νώε ήταν πεντακοσίων ετών, απέκτησε το Σημ, το Χαμ, και τον Ιάφεθ.
ΓΕΝΕΣΙΣ 6
Η διαφθορά του ανθρώπινου γένους
1Όταν άρχισαν οι άνθρωποι να γίνονται πολλοί πάνω στη γη και απέκτησαν κόρες, 2είδαν οι γιοι του Θεού τις κόρες των ανθρώπων ότι ήταν όμορφες, και πήραν για γυναίκες τους εκείνες που τους άρεσαν. 3Τότε είπε ο Κύριος: «Δε θα παραμείνει το ζωοποιό Πνεύμα μου στους ανθρώπους για πάντα, γιατί είναι σαρκικοί· η ζωή τους θα διαρκεί μόνον εκατόν είκοσι χρόνια». 4Εκείνο τον καιρό και αργότερα, ζούσαν στη γη οι γίγαντες, απόγονοι των γιων του Θεού από την ένωσή τους με τις κόρες των ανθρώπων. Αυτοί οι γίγαντες έζησαν την πανάρχαια εποχή και ήταν άντρες ονομαστοί. 5Όταν ο Κύριος είδε πόσο είχε αυξηθεί η κακία των ανθρώπων στη γη και ότι όλες τους οι σκέψεις ήταν πάντα μόνο πονηρές, 6μετάνιωσε που είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο στη γη και λυπήθηκε κατάκαρδα. 7Τότε είπε: «Θα εξαφανίσω από την επιφάνεια της γης τους ανθρώπους που δημιούργησα. Ακόμη θα εξαφανίσω όλα τα κτήνη, τα ερπετά και τα πτηνά του ουρανού. Μετάνιωσα που τα δημιούργησα». 8Ο Νώε όμως ευνοήθηκε από τον Κύριο.
Ο Νώε κατασκευάζει την κιβωτό
9Αυτές είναι οι διηγήσεις για το Νώε:
Ο Νώε ήταν άνθρωπος δίκαιος και τέλειος ανάμεσα στους συγχρόνους του, ζούσε θεάρεστα, 10και απέκτησε τρεις γιους: το Σημ, το Χαμ και τον Ιάφεθ. 11Ο υπόλοιπος κόσμος, όμως, ζούσε μέσα στη διαφθορά κι οι άνθρωποι είχαν γεμίσει τη γη με τις αδικίες τους.
12Ο Θεός, όταν είδε τη γη πως είχε διαφθαρεί, γιατί όλοι είχαν πάρει στραβό δρόμο, 13είπε στο Νώε: «Για μένα έφτασε το τέλος των ανθρώπων, γιατί γέμισε η γη από τις αδικίες τους. Θα τους εξαφανίσω, λοιπόν, μαζί με τη γη. 14Εσύ όμως κάνε μια κιβωτό από ξύλα ρητινοφόρου δέντρου, χώρισέ την σε δωμάτια και άλειψέ την από μέσα και απ’ έξω με πίσσα. 15Να πώς θα την κατασκευάσεις: Το μήκος της θα είναι τριακόσιοι πήχεις, το πλάτος της πενήντα πήχεις και το ύψος της τριάντα. 16Θα της βάλεις στέγη, αφήνοντας ανάμεσα σ’ αυτήν και στην κουπαστή απόσταση ενός πήχεως, και την πόρτα της θα την τοποθετήσεις στο πλευρό της. Θα κατασκευάσεις ένα χαμηλότερο όροφο, ένα δεύτερο και έναν τρίτο. 17Κι εγώ θα φέρω κατακλυσμό νερών για να καταστρέψω κάθε σάρκινο ον, που έχει πνοή ζωής. Καθετί που υπάρχει πάνω στη γη θα πεθάνει. 18Μ’ εσένα όμως θα συνάψω τη διαθήκη μου· θα μπεις στην κιβωτό εσύ και μαζί σου οι γιοι σου, η γυναίκα σου και οι γυναίκες των γιων σου. 19Επίσης μαζί σου στην κιβωτό θα μπουν από ένα ζευγάρι απ’ όλα τα ζώα, όλα τα όντα, για να επιζήσουν μαζί σου –ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό. 20Ένα ζευγάρι απ’ όλα τα είδη των πτηνών, των κτηνών και των ερπετών της γης θα έρθουν σ’ εσένα στην κιβωτό, για να επιζήσουν. 21Πάρε και κάθε είδους τροφή και αποθήκευσέ τες μαζί σου, για να τρώτε εσύ κι εκείνα». 22Ο Νώε έκανε ακριβώς όλα όσα τον διέταξε ο Θεός.
ΓΕΝΕΣΙΣ 7
1Μετά ο Κύριος είπε στο Νώε: «Μπες στην κιβωτό εσύ και όλη σου η οικογένεια, γιατί μέσα από τούτη τη γενιά μόνον εσένα βρήκα δίκαιο. 2Μαζί σου πάρε εφτά ζευγάρια από κάθε είδος από τα καθαρά ζώα κι από ένα ζευγάρι από κάθε είδος από τά μη καθαρά. 3Επίσης από τα πτηνά πάρε από εφτά ζευγάρια απ’ το κάθε είδος, για να διατηρηθεί το είδος τους πάνω στη γη. 4Κι εγώ ύστερα από εφτά μέρες θα στείλω βροχή επί σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, και θα εξαφανίσω από την επιφάνεια της γης κάθε ύπαρξη που δημιούργησα». 5Ο Νώε έκανε όλα όσα τον διέταξε ο Κύριος.
Ο Κατακλυσμός
6Όταν έγινε ο κατακλυσμός, ο Νώε ήταν εξακοσίων ετών. 7Μπήκε λοιπόν στην κιβωτό αυτός, και μαζί του οι γιοι του, η γυναίκα του και οι γυναίκες των γιων του, για να προστατευτούν από τα νερά. 8Από τα καθαρά και τα μη καθαρά ζώα, από τα πτηνά κι απ’ όλα τα ερπετά 9ανά δύο, αρσενικό και θηλυκό, μπήκαν μαζί με το Νώε στην κιβωτό, όπως είχε διατάξει ο Θεός. 10Ύστερα από εφτά μέρες, άρχισαν να πέφτουν τα νερά του κατακλυσμού στη γη. 11Το εξακοσιοστό έτος της ζωής του Νώε, τη δέκατη έβδομη μέρα του δεύτερου μήνα, ξεχύθηκαν από κάτω όλες οι πηγές της μεγάλης αβύσσου κι από πάνω άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού. 12Για σαράντα μερόνυχτα έβρεχε στη γη. 13Εκείνη ακριβώς την ημέρα μπήκε στην κιβωτό ο Νώε, οι γιοι του ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ και μαζί τους η γυναίκα του Νώε και οι τρεις γυναίκες των γιων του. 14Μαζί μ’ αυτούς μπήκαν και όλα τα είδη των θηρίων, των κτηνών και των ερπετών της γης και όλα τα είδη των πτηνών και των φτερωτών. 15Μπήκαν στην κιβωτό ζευγάρια από κάθε ον που είχε πνοή ζωής, 16αρσενικά και θηλυκά, όπως είχε διατάξει ο Θεός το Νώε. Μετά την είσοδο και του Νώε ο Κύριος έκλεισε την κιβωτό πίσω του.
17Σαράντα μέρες κράτησε ο κατακλυσμός. 18Τα νερά πλήθαιναν και σήκωναν την κιβωτό πάνω από τη γη. Ανέβαιναν και πλήθαιναν, η κιβωτός όμως επέπλεε στην επιφάνεια του νερού. 19Τα νερά συνέχισαν ν’ ανεβαίνουν όλο και πιο πολύ και σκέπασαν όλα τα ψηλά βουνά κάτω από τον ουρανό. 20Έφτασαν δεκαπέντε πήχεις πάνω από τα βουνά και τα σκέπασαν. 21Κάθε ζωντανή ύπαρξη που εκινείτο πάνω στη γη χάθηκε: τα πτηνά, τα ζώα, τα άγρια θηρία, τα ερπετά της γης και όλοι οι άνθρωποι. 22Ό,τι ανέπνεε και βρισκόταν πάνω στη στεριά πέθανε.
23Έτσι ο Θεός εξαφάνισε κάθε ύπαρξη από την επιφάνεια της γης: τους ανθρώπους, τα ζώα, τα ερπετά και τα πτηνά του ουρανού. Όλα εξαφανίστηκαν και δεν απέμεινε παρά ο Νώε και ό,τι ήταν μαζί του μέσα στην κιβωτό. 24Τα νερά έμειναν στη γη για εκατόν πενήντα μέρες.
ΓΕΝΕΣΙΣ 8
Το τέλος του κατακλυσμού
1Ο Θεός όμως δεν είχε ξεχάσει το Νώε και τα θηρία και τα ζώα που ήταν μαζί του στην κιβωτό· έστειλε λοιπόν έναν άνεμο στη γη και τα νερά άρχισαν να υποχωρούν. 2Οι πηγές της αβύσσου και οι καταρράχτες του ουρανού έκλεισαν και σταμάτησε η βροχή. 3Τα νερά διαρκώς αποτραβιούνταν από τη γη, και ύστερα από εκατόν πενήντα μέρες είχαν κατέβει αρκετά. 4Τον έβδομο μήνα, τη δέκατη μέρα, η κιβωτός κάθισε πάνω στην οροσειρά του Αραράτ. 5Τα νερά διαρκώς υποχωρούσαν ως το δέκατο μήνα. Και την πρώτη μέρα του δέκατου μήνα φάνηκαν οι κορυφές των βουνών.
6Ύστερα από σαράντα μέρες, ο Νώε άνοιξε το παράθυρο της κιβωτού του, 7κι άφησε ελεύθερο τον κόρακα. Αυτός πήγαινε κι ερχόταν, ώσπου στέγνωσαν τα νερά πάνω στη γη. 8Στο μεταξύ ο Νώε άφησε ελεύθερο και το περιστέρι, για να δει αν τα νερά είχαν υποχωρήσει. 9Αλλά το περιστέρι δε βρήκε μέρος να πατήσει το πόδι του, και γύρισε πίσω στην κιβωτό, γιατί υπήρχαν ακόμα νερά στην επιφάνεια της γης. Ο Νώε άπλωσε το χέρι του, έπιασε το περιστέρι και το έφερε μέσα στην κιβωτό.
10Περίμενε άλλες εφτά μέρες κι έστειλε πάλι το περιστέρι από την κιβωτό. 11Εκείνο γύρισε πίσω το βράδυ, και στο ράμφος του είχε ένα χλωρό φύλλο ελιάς. Έτσι ο Νώε κατάλαβε ότι η στάθμη του νερού είχε πια κατέβει αρκετά. 12Περίμενε ακόμη άλλες εφτά μέρες και ξανάστειλε το περιστέρι, που όμως δε γύρισε πια πίσω.
13Το εξακοσιοστό πρώτο έτος της ζωής του Νώε, την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα τα νερά είχαν αποτραβηχτεί για καλά από τη γη. Ο Νώε σήκωσε τη σκεπή της κιβωτού, κοίταξε, και είδε την επιφάνεια της γης ότι ήταν στεγνή. 14Την εικοστή έβδομη μέρα του δεύτερου μήνα η γη είχε τελείως στεγνώσει.
15Τότε ο Θεός είπε στο Νώε: 16«Βγες από την κιβωτό εσύ, και μαζί σου η γυναίκα σου, οι γιοι σου και οι γυναίκες τους. 17Όλα τα ζώα, τα πτηνά, και τα ερπετά που σέρνονται στο χώμα, ας βγουν κι αυτά μαζί σου για ν’ αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται και να εξαπλωθούν πάνω στη γη». 18Βγήκε λοιπόν από την κιβωτό ο Νώε μαζί με τους γιους του, τη γυναίκα του και τις γυναίκες των γιων του. 19Επίσης βγήκαν και όλα τα θηρία, τα κτήνη, τα πτηνά και τα ερπετά της γης κατά τα είδη τους.
20Τότε ο Νώε έχτισε ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο και πήρε απ’ όλα τα καθαρά κτήνη και τα καθαρά πτηνά και τα πρόσφερε θυσία πάνω στο θυσιαστήριο. 21Ο Κύριος δέχτηκε με ευχαρίστηση τη θυσίαιθ και σκέφτηκε: «Δε θα καταραστώ πια τη γη εξαιτίας του ανθρώπου, γιατί η σκέψη του είναι πονηρή από τη νεότητά του. Δε θα καταστρέψω πια καμιά ζωή, όπως έκανα τώρα. 22Στο εξής, όσο θα υπάρχει η γη, δε θα πάψουν να υπάρχουν σπορά και θερισμός, κρύο και ζέστη, καλοκαίρι και χειμώνας, ημέρα και νύχτα».
ΓΕΝΕΣΙΣ 9
Η διαθήκη του Θεού με το Νώε
1Ο Θεός ευλόγησε το Νώε και τους γιους του και τους είπε: «Να κάνετε πολλά παιδιά, ώστε οι απόγονοί σας να εξαπλωθούν πάνω στη γη. 2Όλα τα ζώα της γης, τα πτηνά του ουρανού και καθετί που κινείται πάνω στη γη, καθώς και τα ψάρια της θάλασσας θα σας φοβούνται και θα σας τρέμουν· έχουν όλα παραδοθεί στην εξουσία σας. 3Κάθε ερπετό κ που έχει ζωή μπορείτε να το τρώτε. Όλα αυτά σας τα δίνω, όπως σας έχω δώσει και τα χλωρά χόρτα. 4Μόνο δε θα τρώτε κρέας στο οποίο υπάρχει η ζωή, δηλαδή το αίμα του. 5Αλλά και το δικό σας αίμα, που είναι η ζωή σας, θα το απαιτήσω· θα το ζητήσω από κάθε ζώο και από κάθε άνθρωπο· για κάθε άνθρωπο, θα ζητήσω τη ζωή του από το συνάνθρωπό του. 6Όποιος αφαιρέσει τη ζωή άλλου ανθρώπου, κάποιος άλλος θα του πάρει και τη δική του τη ζωή· γιατί ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του. 7Κι εσείς να κάνετε πολλά παιδιά, ώστε οι απόγονοί σας να εξαπλωθούν πάνω στη γη».
8Ακόμα ο Θεός είπε στο Νώε και στους γιους του: 9«Θα συνάψω τώρα τη διαθήκη μου μαζί σας και με τους απογόνους σας, 10με κάθε ζωντανή ύπαρξη, με όλα τα πτηνά, τα κτήνη και τα θηρία της γης που βγήκαν μαζί σας από την κιβωτό. 11Η διαθήκη μου είναι να μην καταστραφεί πια καμιά ύπαρξη με κατακλυσμό. Δε θα ξαναγίνει κατακλυσμός που να καταστρέψει τη γη. 12Αυτό είναι το σημείο της διαθήκης μου μαζί σας και με κάθε ζωντανή ύπαρξη για όλες τις γενιές στο μέλλον: 13Βάζω το τόξο μου στα σύννεφα, ως σημείο της διαθήκης μου με τη γη. 14Όταν θα συνάζω σύννεφα πάνω από τη γη και θα παρουσιάζεται το τόξο μέσα στα σύννεφα, 15τότε θα θυμάμαι τη διαθήκη μου μ’ εσάς και με τα ζώα, και ο κατακλυσμός κα δε θα καταστρέφει τις ζωντανές υπάρξεις. 16Όταν λοιπόν θα εμφανίζεται το τόξο μέσα στα σύννεφα, εγώ θα το βλέπω και θα θυμάμαι την αιώνια διαθήκη μου με τις ζωντανές υπάρξεις πάνω στη γη. 17Αυτό», είπε ο Θεός στο Νώε, «είναι το σημείο της διαθήκης που συνάπτω ανάμεσα σ’ εμένα και σε κάθε ζωντανή ύπαρξη πάνω στη γη».
Ο Νώε και οι γιοι του
18Οι τρεις γιοι του Νώε, που βγήκαν από την κιβωτό, ήταν ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ. Ο Χαμ ήταν ο πατέρας του Χαναάν. 19Από αυτούς τους τρεις γιους του Νώε προήλθαν οι άνθρωποι όλης της γης.
20Ο Νώε ήταν γεωργός, και ο πρώτος που άρχισε να φυτεύει αμπέλια. 21Μια μέρα ήπιε πολύ κρασί, μέθυσε και ξεγυμνώθηκε μέσα στη σκηνή του. 22Ο Χαμ, πατέρας του Χαναάν, όταν είδε τη γύμνια του πατέρα του, βγήκε έξω και το είπε στους δύο αδερφούς του. 23Τότε, ο Σημ και ο Ιάφεθ πήραν ένα μανδύα, τον έβαλαν στον ώμο τους και με τα πρόσωπα γυρισμένα αλλού, πήγαν πισωπατώντας και σκέπασαν τη γύμνια του πατέρα τους, χωρίς να τη δουν. 24Όταν ο Νώε συνήλθε απ’ το μεθύσι και έμαθε τι του είχε κάνει ο νεότερος γιος του, 25είπε: «Καταραμένος να είναι ο Χαναάν! Χειρότερος κι από δούλος να γίνει για τ’ αδέρφια του». 26Μετά είπε: «Ευλογημένος να είναι ο Κύριος, ο Θεός του Σημ! Ο Χαναάν να είναι δούλος του. 27Να αυξήσει ο Θεός το λαό τού Ιάφεθ! κβ Οι απόγονοί του να κατοικούν μαζί με το λαό του Σημ, κι ο Χαναάν να είναι δούλος του Ιάφεθ».
28Μετά τον κατακλυσμό, ο Νώε έζησε τριακόσια πενήντα χρόνια. 29Συνολικά έζησε εννιακόσια πενήντα χρόνια· έπειτα πέθανε.




0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου